- πρωταγωνιστώ
- πρωταγωνιστῶ, -έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής](για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργουνεοελλ.μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης, πρωτοστατώ («πρωταγωνίστησε στη συμφιλίωση τών δύο πλευρών»)αρχ.υπερέχω, έχω τα πρωτεία («ὥστε τὸ καλὸν ἀλλ' οὐ το θηριῶδες δεῑ πρωταγωνιστεῑν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.